διακινώ

διακινώ
(AM διακινῶ, -έω)
1. κουνώ κάτι εδώ κι εκεί, διασείω
2. ξεκινώ
νεοελλ.
παραλαμβάνω, μεταφέρω και διανέμω
αρχ.
1. προκαλώ σύγχυση, διαταράσσω
2. ανακινώ
3. διερευνώ, ερευνώ προσεκτικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διακινώ — διακινώ, διακίνησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διακινῶ — διακινέω move slightly pres subj act 1st sg (attic epic doric) διακινέω move slightly pres ind act 1st sg (attic epic doric) διακῑνῶ , διακινέω move slightly pres subj act 1st sg (attic epic doric) διακῑνῶ , διακινέω move slightly pres ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιακίνητος — η, ο (Α ἀδιακίνητος, ον) [διακινῶ] νεοελλ. αυτός τού οποίου δεν άρχισε κανείς την κατασκευή, την τακτοποίηση ή τη χρήση αρχ. αμετακίνητος, ακίνητος …   Dictionary of Greek

  • αμεύομαι — ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο) 1. ξεπερνώ, νικώ 2. διέρχομαι, διαπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη… …   Dictionary of Greek

  • διαπάλλω — (Α) [πάλλω] 1. σείω, ανακινώ, διακινώ 2. διανέμω με κλήρο …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοφορώ — (Α κυκλοφοροῡμαι, έομαι και κυκλοφορῶ, έω) κινούμαι κυκλικά, περιστρέφομαι, περιφέρομαι, κινούμαι νεοελλ. 1. θέτω κάτι σε κυκλοφορία ή τίθεμαι σε κυκλοφορία, σε χρήση, σε συναλλαγή, διακινώ ή διακινούμαι (α. «κατηγορήθηκε γιατί κυκλοφόρησε… …   Dictionary of Greek

  • πρακτορεύω — ΝΜΑ [πράκτωρ, ορος] νεοελλ. 1. εργάζομαι ως πράκτορας, ασκώ πρακτορεία 2. αντιπροσωπεύω τα συμφέροντα κάποιου έναντι αμοιβής 3. διακινώ ένα προϊόν για λογαριασμό άλλου εισπράττοντας προμήθεια 4. αναπτύσσω κατασκοπική δραστηριότητα, δρω για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”